- μακροσκελές
- μακροσκελήςlong-leggedmasc/fem voc sgμακροσκελήςlong-leggedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
μακροσκελής — ές (AM μακροσκελής, ές) αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια νεοελλ. 1. (για προφορικό ή γραπτό λόγο) αυτός που αποτελείται από μακρές περιόδους, μακροπερίοδος 2. εκτεταμένος, πολύ διεξοδικός («μακροσκελές άρθρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * +… … Dictionary of Greek
νιζάμι — (Nisami, Γκαντζά, σημερινό Κιροβαμπάτ στο Αζερμπαϊτζάν, ή κατ’ άλλους, Κουμ, Ιράν 1140 – 1203 ή 1204). Πέρσης ποιητής Είναν γνωστός ως συγγραφέας πέντε πονημάτων, τα οποία όλα μαζί ονομάζονται αραβικά Χαμσέ (Πέντε), και περσικά Πάνζγκανζ (Οι… … Dictionary of Greek
σεντόνι — το / σινδόνιον, ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και σινδώνιον Α νεοελλ. 1. λεπτό, λευκό ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται πάνω στο στρώμα και κάτω από το κλινοσκέπασμα 2. μτφ. α) μακροσκελές και ανιαρό άρθρο, σχόλιο ή άλλο… … Dictionary of Greek
Γκουντούλιτς, Ιβάν — (Ivan Gundulic, Ραγούζα 1589 – 1638). Κροάτης ποιητής. Ανατράφηκε στο πνεύμα μιας ουμανιστικής παιδείας, γεγονός που διαφαίνεται από την αφοσίωσή του στα κλασικά πρότυπα και στη γεμάτη ευαισθησία φροντίδα του για τη μορφική επεξεργασία των στίχων … Dictionary of Greek
Γουό, Έβελιν — (Evelyn Waugh, Λονδίνο 1903 – Τάουντον, Σόμερσετ 1966). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου ειδικεύτηκε στη σύγχρονη ιστορία. Το 1927 έγραψε τη βιογραφία του Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι, την οποία ακολούθησε, το 1928, το έργο Παρακμή και… … Dictionary of Greek
κλασικός κύκλος — Σύνολο επικών έργων, που γράφτηκαν κατά τον Μεσαίωνα, με θέματα πρόσωπα και περιπέτειες της κλασικής αρχαιότητας. Στα έργα, που ήταν εμπνευσμένα από τη ζωή των ιπποτών ή από σκανδιναβικές και ανατολικές παραδόσεις, προστέθηκαν, κατά τα τέλη του… … Dictionary of Greek
Κορνάρος, Βιτσέντζος — (Σητεία Κρήτης, 1553 – 1613). Ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κρητικής λογοτεχνίας, ο πιθανότερος δημιουργός του Ερωτόκριτου. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, εκτός από όσα αναφέρει ο ίδιος στους τελευταίους… … Dictionary of Greek
Ράιτ, Ρίτσαρντ — (Wright, Νάτσεζ, Μισισιπής 1908 – Παρίσι 1960). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος νέγρου χωρικού που εγκατάλειψε την οικογένεια του, πέρασε φτωχή και ανυπότακτη παιδική ηλικία σε κολέγιο ή κοντά σε συγγενείς του (η μητέρα του έπαθε παράλυση όταν ο Ρ.… … Dictionary of Greek
Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… … Dictionary of Greek